Αίσωπος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
 
 
 
Ελληνιστικό άγαλμα που παριστάνει τον Αίσωπο, από τη συλλογή της Βίλλα Αλμπάνι, Ρώμη

Ο Αίσωπος ήταν αρχαίος Έλληνας μυθοποιός και μυθογράφος. Θεωρείται ιδρυτής του λογοτεχνικού είδους που σήμερα ονομάζεται παραβολή ή αλληγορία. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες, από πολλούς μάλιστα αμφισβητείται ακόμη και η ύπαρξή του.

Είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθοποιούς, αναμφισβήτητος πατέρας του αρχαίου μύθου. Θεωρείται επίσης ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας. Δεν έγραψε κανέναν από τους μύθους αλλά τους διηγόταν προφορικά.

 

 

Η ζωή του

 
 
Ο Αίσωπος. Πίνακας του Ντιέγο Βελάθκεθ

Τη βιογραφία του Αισώπου συνέγραψε τον 14ο μ.Χ. αιώνα ο μοναχός Μάξιμος Αίσωπος

Ο Αίσωπος γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα, από οικογένεια δούλων, το 625 π.Χ., στο Αμόριο της Φρυγίας, ήταν δούλος του φιλόσοφου Ιάδμονα[4], έζησε στη Σάμο, ταξίδεψε στην Αίγυπτο και την Ανατολή και πέθανε στους Δελφούς, όπου είχε σταλεί από το βασιλιά Κροίσο γα να λάβει χρησμό του μαντείου το 560 π.Χ. Κατηγορήθηκε για ιεροσυλία και καταδικάστηκε σε θάνατο από ιεροδικαστές. Γκρεμίστηκε δε από τη κορφή του Παρνασσού[5]. Οι εκδοχές ως προς τους λόγους του θανάτου του, είναι αρκετές και διαφορετικές.

Σύμφωνα με μια εκδοχή, στάλθηκε από τον Κροίσο με προσφορές δώρων στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου, βλέποντας τις απάτες των εκεί ιερέων και την απληστία τους, τους κατηγόρησε με σαρκαστικό τρόπο. Εκείνοι, τότε, αποφάσισαν να τον θανατώσουν με δόλο. Πήραν λοιπόν από το ιερό του ναού μια χρυσή φιάλη και την έκρυψαν μες στις αποσκευές του. Στη συνέχεια τον κατηγόρησαν για κλέφτη κι ιερόσυλο. Έτσι με τη σκηνοθετημένη κατηγορία τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον σκότωσαν ρίχνοντας τον στον γκρεμό από την κορυφή του Παρνασσού, Υάμπεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του έπεσε πείνα και δυστυχία στον τόπο.

Με βάση μία άλλη εκδοχή, ο Αίσωπος ήταν δούλος κάποιου κτηματία που τον χρησιμοποιούσε σαν βοσκό. Μια μέρα, που είδε τον επιστάτη να χτυπά άδικα έναν άλλο δούλο, έτρεξε να τον βοηθήσει κι έτσι ο επιστάτης για να τον εκδικηθεί τον κατηγόρησε στον κτηματία, που τον πήγε στην αγορά της Εφέσου για να τον πουλήσει. Εκεί, τον αγόρασε ο σοφός Ξάνθοςαπό τη Σάμο, που εκτίμησε το έξυπνο βλέμμα του και τον πήρε μαζί του σαν δούλο. Μαζί του άρχισε να ταξιδεύει και να γνωρίζει τον κόσμο. Στη συνέχεια ο Ξάνθος τον πούλησε στον επίσης Σάμιο σοφό Ιάδμονα. Αυτός εκτιμώντας τα πνευματικά χαρίσματά του και κυρίως την σοφία και την ευφυΐα του, τον απελευθέρωσε.

 

ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΔΥΟ ΤΑΥΡΟΙ

 Ένα λιοντάρι πέτυχε δύο ταύρους και ήθελε να τους σκοτώσει. Εκείνοι ωστόσο προέταξαν τα κέρατα τους και δεν το άφηναν να τους πλησιάσει. Βλέποντας το λιοντάρι πως δεν θα μπορούσε να του κάνει καλά και τους δυο μαζί, αποφάσισε να τους ξεγελάσει: το ένα: «Αν προδώσεις τον σύντροφο σου, δεν πρόκειται να πειράξω εσένα» «Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να κατασπαράξει και τους δυο». Αυτό συμβαίνει και στις κοινωνίες και στους ανθρώπους, όταν είναι ενωμένοι και δεν ξεγελιούνται από τους εχθρούς, επιβιώνουν. Αντιθέτως, αν περιφρονήσουν την ενότητα τους, τότε εύκολα γίνονται παιχνίδι στα χέρια των αντιπάλων.

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ (από Μυθολογικὸν τοῦ Συντίπα τοῦ Φιλοσόφου)Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ

 Ένας γάιδαρος άκουε το τζιτζίκι να τραγουδά κι ευχαριστημένος τον ρώτησε: «Μα τί τρως κι έχεις τόσο γλυκιά φωνή;» «Η τροφή μου είναι αέρας και δροσιά» απάντησε εκείνος. Ο γάιδαρος λοιπόν νόμισε πως έμαθε το μυστικό που κάνει τις φωνές όμορφες και άνοιξε αμέσως το στόμα για να χορτάσει από αέρα και δροσιά, κι έμεινε χάσκοντας μέχρι που λιμοκτόνησε. Ο μύθος δηλώνει πως δεν έχουμε όλοι την ίδια φύση και πως είναι τρέλα να προσπαθούμε τα αδύνατα

Ο ΦΤΩΧΟΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

 Κάποιος φτωχός τραβούσε τον δρόμο του φορτωμένος ένα δεμάτι ξύλα, καθώς πήγαινε σαν να ζαλίστηκε, άφησε το φορτίο, κάθισε και τον θάνατο από απελπισία καλεί λέγοντας: «Ω θάνατε...» Αμέσως ο θάνατος έφτασε και του είπε: «Για ποιο λόγο με καλείς;» Κι ο άνδρας λέει: «Για τα ξύλα, βοήθα με να τα σηκώσω από την γη». Ο μύθος δείχνει πως οι άνθρωποι αγαπούν τη ζωή παρά τα βάσανα και τις στεναχώριε

ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΚΑΙ Ο ΚΟΡΑΚΑΣ

 Το χελιδόνι και ο κόρακας περί της ομορφιάς τους λογομαχούσαν, λέει λοιπόν ο κόρακας στο χελιδόνι: «Η ομορφιά σου κρατάει όσο κι η Άνοιξη, τον χειμώνα δεν τον αντέχεις. Όμως το δικό μου σώμα και στο κρύο του χειμώνα και στην ζέστη του καλοκαιριού γενναία αντιστέκεται». Ο μύθος δηλώνει πως η υγεία και η αντοχή αξίζουν περισσότερο από την ομορφιά.

ΠΟΤΑΜΟΙ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ

 Μαζεύτηκαν τα ποτάμια και ξεκίνησαν να κατηγορούν την θάλασσα, λέγοντας της: «Γιατί εμείς ερχόμαστε και είμαστε γλυκά, όταν όμως μπούμε σε σένα, γινόμαστε αλμυρά και πικρά;» Η δε θάλασσα βλέποντας ότι την επιτιμούσαν, λέει: «Μην έρχεστε για να μην γίνεστε αλμυρά!» Ο μύθος αυτός κατακρίνει όσους άκαιρα ζητάνε πράγματα παρόλο που είναι ήδη ωφελημένοι

ΔΥΟ ΚΟΚΟΡΕΣ ΚΑΙ ΑΕΤΟΣ

 Δύο κόκορες παλεύανε. Αυτός που έχασε τραβήχτηκε σε μια γωνιά. Ο δε άλλος, ο νικητής, ανέβηκε όσο ψηλότερα μπορούσε στο κοτέτσι, και φούσκωνε και καυχιόταν για τη νίκη του, μέχρι που όρμησε ένα αετός και τον άρπαξε. Δηλώνει ο μύθος πως δεν χρειάζεται να υπερβάλλουμε ως προς τις επιτυχίες μας και να συμπεριφερόμαστε χωρίς φρόνηση

ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ ΜΙΜΕΙΤΑΙ ΤΟΝ ΑΕΤΟ

 Το κοράκι είδε κάποτε τον αετό να αρπάζει ένα αρνί και θέλησε να τον μιμηθεί. Βλέποντας στο κοπάδι ένα κριάρι προσπάθησε να το αρπάξει. ‘Όμως τα νύχια του μπλέχτηκαν στην προβιά κι όταν ήρθε ὁ βοσκός, το σκότωσε κατευθείαν. Δηλώνει λοιπόν ο μύθος πως όταν ο αδύναμος προσπαθεί να παραστήσει το δυνατό, δε γίνεται μονάχα ρεζίλι αλλά κινδυνεύει και να σκοτωθεί από βλακεία.

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ (από Μυθολογικὸν τοῦ Συντίπα τοῦ Φιλοσόφου)